- φθόγγος
- ο, ΝΜΑ1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σίγμᾳ χρησάμενον», Πλούτ.)3. μουσ. ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, νότανεοελλ.1. γλωσσ. ο έναρθρος ήχος ο οποίος, συνδυαζόμενος με άλλους τέτοιους ήχους, συνθέτει τη φυσική ή υλική πλευρά τής γλώσσας, τής ομιλίας, αντιδιαστελλόμενος έτσι από το φώνημα, που αποτελεί τη λειτουργική πλευρά της2. φρ. α) «συμφωνικοί φθόγγοι»γραμμ. τα σύμφωναβ) «φωνηεντικοί φθόγγοι»γραμμ. τα φωνήενταγ) «κλειστοί ή έκκροτοι ή στιγμιαίοι φθόγγοι»γλωσσ. τα σύμφωνα που κατά την παραγωγή τους δημιουργείται τέλειος φραγμός, ο οποίος προς στιγμήν εμποδίζει τη δίοδο τού αέρα, εν συνεχεία όμως διασπάται απότομα έτσι ώστε να γίνεται αισθητός ορισμένος κρότος κατά την εκφώνησή τους, όπως λ.χ. π, μπ, τ, δ, κ, γ, κ.ά.δ) «διαρκείς φθόγγοι»γραμμ. τα σύμφωνα που κατά την παραγωγή τους απαιτείται όχι τέλειος φραγμός αλλά στενό, που δημιουργείται από την ανάλογη θέση τών φωνητηρίων οργάνων, λ.χ. γλώσσας - χειλιών, γλώσσας - δοντιών, γλώσσας - φατνίων, λ.χ. φ, θ, χ, β, δ, γ, σ, μ, ν, λ. ρε) «επαναληπτικοί παλμώδεις φθόγγοι»γραμμ. τα σύμφωνα που κατά την παραγωγή τους η άκρη τής γλώσσας πλήττει επανειλημμένως τους άνω οδόντες ή τα φατνία και τίθεται έτσι, κατά κάποιο τρόπο, σε παλμική κίνηση από τον εξερχόμενο αέραστ) «ακαριαίοι παλμώδεις φθόγγοι»γραμμ. σύμφωνα που παράγονται με ένα και μόνο ακαριαίο πλήγμα τών οδόντων ή τών φατνίων από την άκρη τής γλώσσας και στους οποίους ανήκει λ.χ. το r τής ισπανικής στη λέξη pero «αλλά»αρχ.1. η φωνή τών ζώων2. λόγος, ομιλία3. (γενικά) οποιοσδήποτε ήχος4. βοή, βουητό5. γραμμ. φωνήεν6. στον πληθ. χορδές έγχορδων μουσικών οργάνων, λ.χ. τής λύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος)].
Dictionary of Greek. 2013.